μαφόρτης

μαφόρτης
μαφόρτ-ης, ου, ,
A veil, head-dress of women and priests (cf. Gloss.), BGU845.15 (ii A. D.), etc.; also, = peplus, ricinus, Gloss.; [var] Dim. [suff] μαφόρτ-ιον, τό, POxy.1295.19 (ii/iii A. D.), PMeyer 23.6 (iv A. D.), etc.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μαφόρτης — μαφόρτης, ὁ (Α) είδος λεπτού πέπλου με το οποίο κάλυπταν το κεφάλι ή τους ώμους τους οι γυναίκες ή οι καλόγριες. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. ma aforet, αραμ. m afortā). Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική (πρβλ. λατ. mafortium, mafors …   Dictionary of Greek

  • μαφόρι — το (Α μαφόριον και μαφόρτιον και μαφάριν) ο μαφόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαφόρτης «πέπλο». Ο τ. μαφόριον, πιθ. κατ επίδραση τών συνθέτων σε φόρος, φόρον] …   Dictionary of Greek

  • σουβρικομαφόρτιον — τὸ, Α εξωτερικός πέπλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουβρικός «είδος ενδύματος» + μαφόρτης «πέπλος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”